- ἀντιχρονισμός
- ἀντιχρονισμόςmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αντιχρονισμός — ο 1. (Γραμμ.) η χρήση ενός χρόνου με σημασία άλλου, π.χ. ἥκω (ενεστώς με σημασία παρακειμένου) 2. (Μουσ.) ο φθόγγος που ακούγεται σε ασθενές μέρος του μέτρου χωρίς όμως ν ακούγεται στο ισχυρό που ακολουθεί … Dictionary of Greek
ἀντιχρονισμόν — ἀντιχρονισμός masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)